διατυπωτικός

διατυπωτικός
διατυπωτικός, -ή, -όν (AM)
1. περιγραφικός, παραστατικός
2. αυτός που μπορεί να διαμορφώνει, διαμορφωτικός («διατυπωτικὸν φύσει καὶ αὐτὸν ὄντα τῆς ἐν τῇ ὕλῃ ἀμορφίας»)
μσν.
ασαφὴς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διατυπωτικά — διατυπωτικός descriptive neut nom/voc/acc pl διατυπωτικά̱ , διατυπωτικός descriptive fem nom/voc/acc dual διατυπωτικά̱ , διατυπωτικός descriptive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατυπωτικόν — διατυπωτικός descriptive masc acc sg διατυπωτικός descriptive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατυπωτικήν — διατυπωτικός descriptive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”